- κηλοτομικός
- κηλοτομ-ικός, ή, όν,A of herniotomy,
τέχνη Gal.Thras.24
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τέχνη Gal.Thras.24
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κηλοτομικός — κηλοτομικός, ή, όν (Α) [κηλοτόμος] αυτός που αναφέρεται στην κηλοτομία («κηλοτομική τέχνη», Γαλ.) … Dictionary of Greek
κηλοτομικήν — κηλοτομικός of herniotomy fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)